- περιοπάζω
- περιοπάζω,A enclose, surround, σάρκα (of a nut)
περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει Nic.Al.270
;θνητοὺς . . κακὸν περὶ γῆρας ὀπάζει Id.Th.356
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περὶ σκύλος αὖον ὀπάζει Nic.Al.270
;θνητοὺς . . κακὸν περὶ γῆρας ὀπάζει Id.Th.356
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.